Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενωπός οι στενωποί
      γενική της στενωπού των στενωπών
    αιτιατική τη στενωπό τις στενωπούς
     κλητική στενωπέ στενωποί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στενωπός[1] < στεν(ός) + -ωπός (ὢψ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στενωπός θηλυκό

  1. στενό πέρασμα, στενός δρόμος, φαράγγι
  2. (μεταφορικά) κατάσταση που δείχνει περιορισμένη, δύσβατη και πιθανόν επικίνδυνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία