στενωπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στενωπός | οι | στενωποί |
γενική | της | στενωπού | των | στενωπών |
αιτιατική | τη | στενωπό | τις | στενωπούς |
κλητική | στενωπέ | στενωποί | ||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στενωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στενωπός[1] < στεν(ός) + -ωπός (ὢψ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστενωπός θηλυκό
- στενό πέρασμα, στενός δρόμος, φαράγγι
- (μεταφορικά) κατάσταση που δείχνει περιορισμένη, δύσβατη και πιθανόν επικίνδυνη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στενωπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στενωπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στενωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.