ὤψ
(Ανακατεύθυνση από ὢψ)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ωπ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ὤψ | αἱ | ὦπες | |
γενική | τῆς | ὠπός | τῶν | ὠπῶν | |
δοτική | τῇ | ὠπῐ́ | ταῖς | ὠψῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ὦπᾰ | τὰς | ὦπᾰς | |
κλητική ὦ! | ὤψ | ὦπες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὦπε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠποῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ- (αυτό όπου βρίσκονται τα μάτια). Συγγενή: γερμανική Auge, σουηδική öga, λατινική oculus και λιθουανική akìs → και δείτε τη λέξη ὄψ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὤψ, ὠπός θηλυκό (σπάνια αρσενικό)
- (μόνο στην αιτιατική ενικού στη φράση «εἰς ὦπα»: κατά πρόσωπο ή κατά την όψιν) το πρόσωπο, η όψη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 158
- θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν
- στο πρόσωπο έμοιαζε στη θεά
- θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 158
- (σπάνιο, άλλες μορφές)
- Ὦψ: γιος του Πεισήνορα και πατέρας της Ευρύκλειας
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- ὤψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὤψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.