↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ωπ-
ονομαστική ψ αἱ ὦπες
      γενική τῆς ὠπός τῶν ὠπῶν
      δοτική τῇ ὠπῐ́ ταῖς ὠψῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν ὦπ τὰς ὦπᾰς
     κλητική ! ψ ὦπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὦπε
γεν-δοτ τοῖν  ὠποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ- (αυτό όπου βρίσκονται τα μάτια). Συγγενή: γερμανική Auge, σουηδική öga, λατινική oculus και λιθουανική akìs → και δείτε τη λέξη ὄψ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὤψ, ὠπός θηλυκό (σπάνια αρσενικό)

  1. (μόνο στην αιτιατική ενικού στη φράση «εἰς ὦπα»: κατά πρόσωπο ή κατά την όψιν) το πρόσωπο, η όψη
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 158
    θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν
    στο πρόσωπο έμοιαζε στη θεά
  2. (σπάνιο, άλλες μορφές)
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 409
    ἡ δὲ ἀστραπή, ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει, ἀναστρωπὴ ἂν εἴη
    η αστραπή θα έπρεπε να λέγεται αναστρωπή αφού μας κάνει να στρέφουμε ψηλά τα μάτια (ή το πρόσωπο)
  3. Ὦψ: γιος του Πεισήνορα και πατέρας της Ευρύκλειας

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία