Κύκλωψ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κύκλωψ | οἱ | Κύκλωπες |
γενική | τοῦ | Κύκλωπος | τῶν | Κυκλώπων |
δοτική | τῷ | Κύκλωπῐ | τοῖς | Κύκλωψῐ(ν) & επικός:Κυκλώπεσσι(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κύκλωπᾰ | τοὺς | Κύκλωπᾰς |
κλητική ὦ! | Κύκλωψ | Κύκλωπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κύκλωπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κυκλώποιν | ||
Και σπάνια (v.infr.) κατάληξη -οπα στην αιτιατική ενικού | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κύκλωψ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κύκλωψ αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) Κύκλωπας, γίγαντας με ένα μάτι στη μέση του μετώπου
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 19 (στίχοι 19-20) Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ' ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ' ὁπλίσσατο δόρπον- ὁ Ἄντιφος, κονταριστής, ποὺ ὁ Κύκλωπας ὁ ἄγριος
- τὸν ἔκοψε, καὶ δεῖπνο του τὸν ἔκαμε στὸ σπήλιο
- μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 19 (στίχοι 19-20) Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ' ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
Συγγενικά επεξεργασία
- Κυκλώπειος
- Κύκλωπες
- Κυκλωπία
- Κυκλωπικῶς
- κυκλώπιον
- Κυκλώπιον
- Κυκλώπιος
- κύκλωψ (με στρογγυλό σχήμα)
- Λαιμοκύκλωψ, -οπος
→ και δείτε τις λέξεις κύκλος και ὤψ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κύκλωπες στη Βικιπαίδεια
Πηγές επεξεργασία
- Κύκλωψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κύκλωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.