ὄσσε
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὄσσε < *οκ-je συγγενές με τh λατινική oculus (οφθαλμός) και velox και ferox , τη σανσκριτική अक्षि (ákṣi, μάτια, ο αριθμός δύο, ο ήλιος και το φεγγάρι), την αγγλοσαξονική ēaġe (μάτι) > αγγλική eye, το αρχαίο σλαβικό oko (μάτι) και την αρμενική ակն (akn, μάτι), ίσως από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ekʷ- (μάτι, βλέπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ὅσσαι πληθυντικός του ὅσσα (φήμη, φωνή, θεία φωνή, οιωνός)
- ὅσαι και ὅσσαι πληθυντικός της αναφορικής αντωνυμίας' ὅση (ποιητικος τύπος ὅσση)
Πηγές
επεξεργασία- ὄσσε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄσσε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.