ὄσσομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὄσσομαι < ὄσσε
Ρήμα
επεξεργασίαὄσσομαι επικός τύπος (αποθετικό ρήμα) (μόνο στον Ενεστώτα και αναύξητο παρατατικό)
- προβλέπω, έχω προαίσθημα, προμαντεύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 224 (223-224)
- ἀτὰρ καλλίτριχες ἵπποι | ἂψ ὄχεα τρόπεον· ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ.
- Οι ίπποι | οπισθογύρισαν τ᾽ αμάξια τρομασμένοι, ότι αισθανόνταν συμφορές,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀτὰρ καλλίτριχες ἵπποι | ἂψ ὄχεα τρόπεον· ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 154 (151-154)
- Ὣς φάτο, καὶ σπείσας ἔπιεν μελιηδέα οἶνον, | ἂψ δ᾽ ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν. | αὐτὰρ ὁ βῆ κατὰ δῶμα φίλον τετιημένος ἦτορ, | νευστάζων κεφαλῇ· δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ.
- Τελειώνοντας, στάλαξε πρώτα στους θεούς σπονδή, ήπιε μετά κρασί κι ο ίδιος, γλυκό σαν μέλι, | κι ύστερα γύρισε την άδεια κούπα και την έβαλε στα χέρια του ευγενικού Αμφινόμου. | Εκείνος πήρε να βαδίζει μελαγχολικός στην αίθουσα, | με το κεφάλι του σκυμμένο — έβλεπε κιόλας μέσα του το τι κακό τον περιμένει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς φάτο, καὶ σπείσας ἔπιεν μελιηδέα οἶνον, | ἂψ δ᾽ ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν. | αὐτὰρ ὁ βῆ κατὰ δῶμα φίλον τετιημένος ἦτορ, | νευστάζων κεφαλῇ· δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 551 (551-552)
- κακὰ δ᾽ ὄσσετο θυμῷ | θνητοῖς ἀνθρώποισι, τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε.
- Πρόβλεπε όμως στην καρδιά του συμφορές | για τους θνητούς ανθρώπους που έμελλε να γίνουν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- κακὰ δ᾽ ὄσσετο θυμῷ | θνητοῖς ἀνθρώποισι, τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 224 (223-224)
- βλέπω με τα μάτια της ψυχής ή του μυαλού, φαντάζομαι
- προαναγγέλλω, προλέγω, προμηνύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 152 (150-152)
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην, | ἔνθ᾽ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά, | ἐς δ᾽ ἱκέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾽ ὄλεθρον,
- Αλλ᾽ όταν βρέθηκαν στη μέση της πολύφωνης συνέλευσης, | κάνοντας γύρους πήραν να χτυπούν τις δυνατές φτερούγες, | ώσπου εβούτηξαν πάνω απ᾽ τις κεφαλές τους — προμήνυμα καταστροφής.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην, | ἔνθ᾽ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά, | ἐς δ᾽ ἱκέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾽ ὄλεθρον,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 152 (150-152)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄσσομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄσσομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.