ἀποβλητέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀποβλητέος < ἀποβάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαἀποβλητέος-έα-ον
- ο αποβλητέος, εκείνος που πρέπει να αποβληθεί
- εκείνος που καλο είναι να βρίσκεται "μακριά από εμάς"
- τὰ περὶ ταῦτα ὀνόματα πάντα τὰ δεινά τε καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα, Κωκυτούς τε καὶ Στύγας καὶ.. (Πλάτων, Πολιτεία, 3, 387)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀποβάλλω
- ἀποβλητικός, (ο αποβλητικός)
- ἀπόβλητος,η,ον (ο απόβλητος)
- ἀποβολεύς (εκείνος που ρίχνει, πετάει κάτι)
- ἀποβολή (η αποβολή, η απώλεια)
- ἀποβολιμαῖος (αυτός που ρίχνει κάτι, με γενική)