ἀποβάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀποβάλλω (μέλλων ἀποβαλῶ)
- ρίχνω μακριά, πετάω κάτι μακριά ή γενικά το πετάω
- τί ταὐτὸν ἐν γῇ τ᾽ ἀπέβαλεν κἀν οὐρανῷ κἀν τῇ θαλάττῃ θηρίον τὴν ἀσπίδα; (πώς στην ευχή μπορεί το ίδιο και το αυτό θηρίο να έχει πετάξει την ασπίδα του (του Κλεομένη) και στην ξηρά, και στον ουρανό και στη θάλασσα;)
- υποτιμώ, υποβιβάζω
- ὦ ξένε, τὸν νομοθέτην ἡμῶν ἀποβάλλομεν εἰς τοὺς πόρρω νομοθέτας. (ξένε, υποβιβάζουμε σε χαμηλή βαθμίδα το δικό μας νομοθέτη)
- διώχνω, αποβάλλω,
- αἳ δ᾽ ἀποβαλοῦσαι θαλερὸν ὀμμάτων ὕπνον ἀνῇξαν ὀρθαί (και διώχνοντας τον ανανεωτικό ύπνο από τα μάτια τους, πετάχτηκαν όρθιες)
- ξεφορτώνομαι, πουλάω όσο-όσο, απορρίπτω
- καὶ ὅταν δεηθῶσιν ἀργυρίου, οὐκ εἰκῇ αὐτὸν ὅπου ἂν τύχωσιν ἀπέβαλον, ἀλλ᾽ ὅπου ἂν ἀκούσωσι τιμᾶσθαί τε μάλιστα τὸν σῖτον καὶ περὶ πλείστου αὐτὸν ποιῶνται οἱ ἄνθρωποι (και όταν χρειαστούν χρήματα, δεν θα τον πουλήσουν όσο-όσο όπου τύχει, αλλά εκεί που θα ακούσουν ότι πιάνει καλύτερη τιμή ο σίτος και που τον εκτιμούν οι άνθρωποι)
- ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε
- χάνω
- ἀπέπτυσ᾽ αὐτήν, ἥτις ἄνδρα ἀποβαλοῦσ᾽ ἄλλον φιλεῖ. (Ανδρομάχη: περιφρονώ εκείνη που όταν χάνει τον πρώτο άνδρα της αγαπάει άλλον)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀποβλητέος, (ο αποβλητέος)
- ἀποβλητικός, (ο αποβλητικός)
- ἀπόβλητος,η,ον (ο απόβλητος)
- ἀποβολεύς (εκείνος που ρίχνει, πετάει κάτι)
- ἀποβολή (η αποβολή, η απώλεια)
- ἀποβολιμαῖος (αυτός που ρίχνει κάτι, με γενική)