Δείτε επίσης: ὑποβιβάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποβιβάζω < αρχαία ελληνική ὑποβιβάζω

υποβιβάζω, πρτ.: υποβίβαζα, στ.μέλλ.: θα υποβιβάσω, αόρ.: υποβίβασα, παθ.φωνή: υποβιβάζομαι, μτχ.π.π.: υποβιβασμένος

  1. κατεβάζω κάτι σε χαμηλότερο ποιοτικά επίπεδο
    τέτοιες ενέργειες υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε κτήνος
  2. (αθλητισμός) κατεβάζω μια ομάδα σε χαμηλότερη κατηγορία
    το αθλητικό δικαστήριο υποβίβασε την ομάδα στην Δ' Κατηγορία λόγω του σκανδάλου των πουλημένων αγώνων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία