Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποβιβασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποβιβασμέν
ος
η
υποβιβασμέν
η
το
υποβιβασμέν
ο
γενική
του
υποβιβασμέν
ου
της
υποβιβασμέν
ης
του
υποβιβασμέν
ου
αιτιατική
τον
υποβιβασμέν
ο
την
υποβιβασμέν
η
το
υποβιβασμέν
ο
κλητική
υποβιβασμέν
ε
υποβιβασμέν
η
υποβιβασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποβιβασμέν
οι
οι
υποβιβασμέν
ες
τα
υποβιβασμέν
α
γενική
των
υποβιβασμέν
ων
των
υποβιβασμέν
ων
των
υποβιβασμέν
ων
αιτιατική
τους
υποβιβασμέν
ους
τις
υποβιβασμέν
ες
τα
υποβιβασμέν
α
κλητική
υποβιβασμέν
οι
υποβιβασμέν
ες
υποβιβασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποβιβασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υποβιβάζω
Μετοχή
επεξεργασία
υποβιβασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
υποβιβάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποβιβασμένος
αγγλικά
:
demoted
(en)
,
downgraded
(en)
,
relegated
(en)
(για αθλητικές ομάδες)