Δείτε επίσης: ὑποβιβασμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποβιβασμός οι υποβιβασμοί
      γενική του υποβιβασμού των υποβιβασμών
    αιτιατική τον υποβιβασμό τους υποβιβασμούς
     κλητική υποβιβασμέ υποβιβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποβιβασμός < (ελληνιστική κοινήὑποβιβασμός (=μετάβαση προς τα κάτω) < ὑποβιβάζω < ὑπό + βιβάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποβιβασμός αρσενικό

  1. πτώση ηθική ή αξιολογική
    Ανησυχούμε για τον υποβιβασμό της παιδείας.
  2. τοποθέτηση ενός ατόμου, ομάδας, πράγματος κ.λπ. σε κατώτερη θέση
    Το αθλητικό δικαστήριο αποφάσισε τον υποβιβασμό της ομάδας στην Δ΄ Κατηγορία λόγω του σκανδάλου των πουλημένων αγώνων.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία