πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανόρθωση οι ανορθώσεις
      γενική της ανόρθωσης* των ανορθώσεων
    αιτιατική την ανόρθωση τις ανορθώσεις
     κλητική ανόρθωση ανορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανόρθωση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανορθώνω
  2. (ηλεκτρολογία) η διαδικασία μετατροπής του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές με τη χρήση ενός ανορθωτή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία