redressement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
redressement | redressements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαredressement (fr) αρσενικό
- η αναδιάρθρωση
- η ανάκαμψη
- η ανόρθωση
Εκφράσεις
επεξεργασία- maison de redressement: αναμορφωτήριο
ενικός | πληθυντικός |
redressement | redressements |
redressement (fr) αρσενικό