αναδιάρθρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδιάρθρωση | οι | αναδιαρθρώσεις |
γενική | της | αναδιάρθρωσης* | των | αναδιαρθρώσεων |
αιτιατική | την | αναδιάρθρωση | τις | αναδιαρθρώσεις |
κλητική | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδιαρθρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναδιάρθρωση < αναδιαρθρώ(νω) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈði̯aɾ.θɾo.si/ & /a.naˈðʝaɾ.θɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐δι‐άρ‐θρω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναδιάρθρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναδιαρθρώνω
- ※ Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική ανάγκη για να επανέλθει η δυναμική μιας οικονομίας που έχει βυθιστεί στα χρέη. (* εφημερία enet.gr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναδιαρθρώνω και άρθρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναδιάρθρωση