ανορθώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανορθώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανορθώνω
- θα ανορθώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανορθώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ανορθώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανόρθωση