rectification
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
rectification (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- rectification < rectifier
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁɛk.ti.fi.ka.sjɔ̃/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rectification | rectifications |
rectification (fr) θηλυκό