Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rectificatif rectificatifs
θηλυκό rectificative rectificatives

rectificatif (fr)

  1. διορθωτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rectificatif rectificatifs

rectificatif (fr) αρσενικό

  1. διορθωτικό μέτρο