Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασκευή οι ανασκευές
      γενική της ανασκευής των ανασκευών
    αιτιατική την ανασκευή τις ανασκευές
     κλητική ανασκευή ανασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασκευή < (ελληνιστική κοινή) ἀνασκευή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανασκευή θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)

  • Και τώρα, κυρία πρόεδρος, θα προχωρήσω στην ανασκευή των επιχειρημάτων της πολιτικής αγωγής και θα αποδείξω ότι αδίκως κατηγορούμεθα

  Μεταφράσεις επεξεργασία