ανασκευή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανασκευή < (ελληνιστική κοινή) ἀνασκευή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανασκευή θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)
- το αποτέλεσμα του ρήματος ανασκευάζω, η αλλαγή μιας επίσημης δήλωσης (π.χ. μαρτυρικής κατάθεσης) από τον ίδιο το μάρτυρα ή η απόδειξη από άλλους ότι η συγκεκριμένη δήλωση ή επιχείρημα δεν ευσταθούσε
- Και τώρα, κυρία πρόεδρος, θα προχωρήσω στην ανασκευή των επιχειρημάτων της πολιτικής αγωγής και θα αποδείξω ότι αδίκως κατηγορούμεθα
Μεταφράσεις
επεξεργασία η αλλαγή μιας επίσημης δήλωσης