rebuttal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rebuttal | rebuttals |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrebuttal (en)
- η ανασκευή
- ⮡ After the rebuttal of the statement, the prosecutor assessed that no offense had been established.
- Μετά την ανασκευή της δήλωσης, ο εισαγγελέας έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται αδίκημα.
- ⮡ After the rebuttal of the statement, the prosecutor assessed that no offense had been established.