Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
disproval
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
disproval
disprovals
Ουσιαστικό
επεξεργασία
disproval
(en)
η
ανασκευή
↪
After the
disproval
of the statement, the prosecutor assessed that no offense had been established.
Μετά την
ανασκευή
της δήλωσης, ο εισαγγελέας έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται αδίκημα.
≈
συνώνυμα
:
refutation
,
refutal
,
rebuttal
και
disproof