ενικός         πληθυντικός  
rétrogradation rétrogradations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rétrogradation (fr) θηλυκό

  1. η υποβάθμιση
  2. ο υποβιβασμός

Συγγενικά

επεξεργασία