ενεστώτας pursue
γ΄ ενικό ενεστώτα pursues
αόριστος pursued
παθητική μετοχή pursued
ενεργητική μετοχή pursuing

pursue (en)

  1. επιδιώκω, κυνηγώ
  2. ασχολούμαι με γνωστικό τομέα, μελετώ

Συνώνυμα

επεξεργασία