ενάγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενάγω
- κατηγορώ κάποιον (τον εναγόμενο) και τον οδηγώ σε δίκη, καταθέτω αγωγή, υποβάλλω μήνυση εναντίον του
Συγγενικά
επεξεργασία- εναγόμενος εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή
- ενάγων εκείνος που προχωρεί σε αγωγή