Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδίωκτος η αδίωκτη το αδίωκτο
      γενική του αδίωκτου της αδίωκτης του αδίωκτου
    αιτιατική τον αδίωκτο την αδίωκτη το αδίωκτο
     κλητική αδίωκτε αδίωκτη αδίωκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδίωκτοι οι αδίωκτες τα αδίωκτα
      γενική των αδίωκτων των αδίωκτων των αδίωκτων
    αιτιατική τους αδίωκτους τις αδίωκτες τα αδίωκτα
     κλητική αδίωκτοι αδίωκτες αδίωκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδίωκτος < αρχαία ελληνική ἀδίωκτος

  Επίθετο επεξεργασία

αδίωκτος, -η, -ο

  1. (σπάνιο) που δεν έχει διωχτεί, που δεν τον έχουν διώξει από κάπου
     συνώνυμα: άδιωχτος
  2. που δεν υφίσταται ποινική δίωξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία