• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αδίωκτος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αδίωκτος αδίωκτη αδίωκτο
γενική αδίωκτου αδίωκτης αδίωκτου
αιτιατική αδίωκτο αδίωκτη αδίωκτο
κλητική αδίωκτε αδίωκτη αδίωκτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αδίωκτοι αδίωκτες αδίωκτα
γενική αδίωκτων αδίωκτων αδίωκτων
αιτιατική αδίωκτους αδίωκτες αδίωκτα
κλητική αδίωκτοι αδίωκτες αδίωκτα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αδίωκτος < αρχαία ελληνική ἀδίωκτος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αδίωκτος, -η, -ο

  1. (σπάνιο) που δεν έχει διωχτεί, που δεν τον έχουν διώξει από κάπου
    ≈ συνώνυμα: άδιωχτος
  2. που δεν υφίσταται ποινική δίωξη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αδίωκτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αδίωκτος&oldid=3732987"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Απριλίου 2017, στις 23:59

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Απριλίου 2017, στις 23:59.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie