καταδιωκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδιωκτικός < ελληνιστική κοινή καταδιωκτικός < αρχαία ελληνική καταδιώκω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prosecuting)
Επίθετο
επεξεργασίακαταδιωκτικός
- που έχει σχέση με την καταδίωξη, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) καταδιωκτικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταδιωκτικός
|