Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδιωκτικός η καταδιωκτική το καταδιωκτικό
      γενική του καταδιωκτικού της καταδιωκτικής του καταδιωκτικού
    αιτιατική τον καταδιωκτικό την καταδιωκτική το καταδιωκτικό
     κλητική καταδιωκτικέ καταδιωκτική καταδιωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδιωκτικοί οι καταδιωκτικές τα καταδιωκτικά
      γενική των καταδιωκτικών των καταδιωκτικών των καταδιωκτικών
    αιτιατική τους καταδιωκτικούς τις καταδιωκτικές τα καταδιωκτικά
     κλητική καταδιωκτικοί καταδιωκτικές καταδιωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδιωκτικός < ελληνιστική κοινή καταδιωκτικός < αρχαία ελληνική καταδιώκω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prosecuting)

  Επίθετο επεξεργασία

καταδιωκτικός

  1. που έχει σχέση με την καταδίωξη, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καταδιωκτικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία