ψάχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψάχνομαι, πρτ.: ψαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψαχτώ, αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ψάχνω με επιπλέον σημασίες:
- (μεταφορικά, οικείο) αναζητώ το δρόμο μου στη ζωή
- (μεταφορικά, οικείο) είμαι σε φάση αναζήτησης, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναζητώ το δρόμο στη ζωή μου
|