γυρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυρεύω < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) γυρεύω (τρέχω σε κύκλο) < γυρός (στρογγυλός)
Ρήμα
επεξεργασίαγυρεύω
- ζητώ
- Καιγώ, καἰγὼ τὸ σίδηρον // γυρεύω (Α. Κάλβος, Εις δόξαν, ΙΕ)
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
- σου γύρεψα ένα ποτήρι νερό και δε μου το 'δωσες
- θα πάω να τη γυρέψω απ' τους δικούς της
- ψάχνω
- -Τι γυρεύεις; - Έχω χάσει τα γυαλιά μου. Τα είδες πουθενά;
Εκφράσεις
επεξεργασία- πάω γυρεύοντας: φαίνεται από τον τρόπο μου σαν να επιθυμώ να πάθω κάτι αρνητικό
- τρέχα γύρευε (και Νικολό καρτέρει): δηλώνει ότι δεν μπορούμε να βρούμε άκρη ή ότι θεωρούμε το θέμα άλυτο και δεν θα ασχοληθούμε με αυτό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυρεύω | γύρευα | θα γυρεύω | να γυρεύω | γυρεύοντας | |
β' ενικ. | γυρεύεις | γύρευες | θα γυρεύεις | να γυρεύεις | γύρευε | |
γ' ενικ. | γυρεύει | γύρευε | θα γυρεύει | να γυρεύει | ||
α' πληθ. | γυρεύουμε | γυρεύαμε | θα γυρεύουμε | να γυρεύουμε | ||
β' πληθ. | γυρεύετε | γυρεύατε | θα γυρεύετε | να γυρεύετε | γυρεύετε | |
γ' πληθ. | γυρεύουν(ε) | γύρευαν γυρεύαν(ε) |
θα γυρεύουν(ε) | να γυρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γύρεψα | θα γυρέψω | να γυρέψω | γυρέψει | ||
β' ενικ. | γύρεψες | θα γυρέψεις | να γυρέψεις | γύρεψε | ||
γ' ενικ. | γύρεψε | θα γυρέψει | να γυρέψει | |||
α' πληθ. | γυρέψαμε | θα γυρέψουμε | να γυρέψουμε | |||
β' πληθ. | γυρέψατε | θα γυρέψετε | να γυρέψετε | γυρέψτε | ||
γ' πληθ. | γύρεψαν γυρέψαν(ε) |
θα γυρέψουν(ε) | να γυρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γυρέψει | είχα γυρέψει | θα έχω γυρέψει | να έχω γυρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις γυρέψει | είχες γυρέψει | θα έχεις γυρέψει | να έχεις γυρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει γυρέψει | είχε γυρέψει | θα έχει γυρέψει | να έχει γυρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γυρέψει | είχαμε γυρέψει | θα έχουμε γυρέψει | να έχουμε γυρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε γυρέψει | είχατε γυρέψει | θα έχετε γυρέψει | να έχετε γυρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν γυρέψει | είχαν γυρέψει | θα έχουν γυρέψει | να έχουν γυρέψει |
|