Δείτε επίσης: γύρος, γῦρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γυρός γυρᾱ́ τὸ γυρόν
      γενική τοῦ γυροῦ τῆς γυρᾶς τοῦ γυροῦ
      δοτική τῷ γυρ τῇ γυρ τῷ γυρ
    αιτιατική τὸν γυρόν τὴν γυρᾱ́ν τὸ γυρόν
     κλητική ! γυρέ γυρᾱ́ γυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γυροί αἱ γυραί τὰ γυρᾰ́
      γενική τῶν γυρῶν τῶν γυρῶν τῶν γυρῶν
      δοτική τοῖς γυροῖς ταῖς γυραῖς τοῖς γυροῖς
    αιτιατική τοὺς γυρούς τὰς γυρᾱ́ς τὰ γυρᾰ́
     κλητική ! γυροί γυραί γυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γυρώ τὼ γυρᾱ́ τὼ γυρώ
      γεν-δοτ τοῖν γυροῖν τοῖν γυραῖν τοῖν γυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (κάμπτω, καμπυλώνω)

  Επίθετο επεξεργασία

γυρός, -ά, -όν

  Πηγές επεξεργασία