Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρέχα: προστακτική του τρέχω
γύρευε: προστακτική του γυρεύω (αναζητώ, ψάχνω να βρω)

  Έκφραση επεξεργασία

τρέχα γύρευε

  • λέγεται για κάτι που είναι ακατανόητο ή πολύ δύσκολο να εξηγηθεί
Τρέχα γύρευε γιατί δεν θέλει να έρθει μαζί μας

  Μεταφράσεις επεξεργασία