↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαλιστός η σκαλιστή το σκαλιστό
      γενική του σκαλιστού της σκαλιστής του σκαλιστού
    αιτιατική τον σκαλιστό τη σκαλιστή το σκαλιστό
     κλητική σκαλιστέ σκαλιστή σκαλιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαλιστοί οι σκαλιστές τα σκαλιστά
      γενική των σκαλιστών των σκαλιστών των σκαλιστών
    αιτιατική τους σκαλιστούς τις σκαλιστές τα σκαλιστά
     κλητική σκαλιστοί σκαλιστές σκαλιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαλιστός < σκαλίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκαλιστός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία