Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαλιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Κλιτικός τύπος επιθέτου
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκαλιστ
ής
οι
σκαλιστ
ές
γενική
του
σκαλιστ
ή
των
σκαλιστ
ών
αιτιατική
τον
σκαλιστ
ή
τους
σκαλιστ
ές
κλητική
σκαλιστ
ή
σκαλιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαλιστής
<
σκαλίζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκαλιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που
σκαλίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαλιστής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
σκαλιστής
γενική
ενικού
του
σκαλιστή