Ετυμολογία

επεξεργασία
ορνιθοσκαλίσματα < όρνιθα + σκαλίσματα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορνιθοσκαλίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ειρωνικό), (οικείο) χειρόγραφα γράμματα που είναι δύσκολο ή αδύνατον να διαβαστούν, συχνά ούτε από αυτόν που τα έγραψε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία