↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκάλιστος η ασκάλιστη το ασκάλιστο
      γενική του ασκάλιστου της ασκάλιστης του ασκάλιστου
    αιτιατική τον ασκάλιστο την ασκάλιστη το ασκάλιστο
     κλητική ασκάλιστε ασκάλιστη ασκάλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκάλιστοι οι ασκάλιστες τα ασκάλιστα
      γενική των ασκάλιστων των ασκάλιστων των ασκάλιστων
    αιτιατική τους ασκάλιστους τις ασκάλιστες τα ασκάλιστα
     κλητική ασκάλιστοι ασκάλιστες ασκάλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκάλιστος < α- στερητ. + σκαλίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασκάλιστος

  • που δεν έχει σκαλιστεί
    από τότε που πέθανε ο παππούς μου, έμεινε το χωράφι μας ασκάλιστο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία