γλυπτοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γλυπτοθήκη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική glyptothèque, γλυπτό + -θήκη (< τίθημι)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλυπτοθήκη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλυπτοθήκη