Δείτε επίσης: ἔγγλυμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έγγλυμμα τα εγγλύμματα
      γενική του εγγλύμματος των εγγλυμμάτων
    αιτιατική το έγγλυμμα τα εγγλύμματα
     κλητική έγγλυμμα εγγλύμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έγγλυμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγγλυμμα < ἐγγλύφω < ἐν + γλύφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγ‐γλυμ‐μα
παρώνυμο: έγκλημα /ˈeŋ.ɡli.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έγγλυμμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία