Δείτε επίσης: ἐγγλυφή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγγλυφή οι εγγλυφές
      γενική της εγγλυφής των εγγλυφών
    αιτιατική την εγγλυφή τις εγγλυφές
     κλητική εγγλυφή εγγλυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγγλυφή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγγλυφή[1] < ἐγγλύφω < ἐν + γλύφω. Συγχρονικά αναλύεται σε εγ- + γλυφή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.ɣliˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐γλυ‐φή
τονικό παρώνυμο: έγγλυφη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγγλυφή θηλυκό

  • σκαλισμένη, έγγλυφη, εγχάρακτη σφραγιστική επιφάνεια ή μήτρα εκτύπωσης
    ※  οι τελωνειακές αρχές κάνουν χρήση: της μολυβδοσφράγισης, της σφράγισης, της σφράγισης με εγγλυφή ή της επίθεσης άλλου είδους συγκεκριμένου σήματος (eur-lex.europa.eu ανεύρεση:2018.08.09.)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ἐγγλυφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.