εγγλυφή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | εγγλυφή | εγγλυφές |
γενική | εγγλυφής | εγγλυφών |
αιτιατική | εγγλυφή | εγγλυφές |
κλητική | εγγλυφή | εγγλυφές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εγγλυφή < αρχαία ελληνική ἐγγλυφή
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εγγλυφή θηλυκό
- σκαλισμένη, έγγλυφη, εγχάρακτη σφραγιστική επιφάνεια ή μήτρα εκτύπωσης
- οι τελωνειακές αρχές κάνουν χρήση: της μολυβδοσφράγισης, της σφράγισης, της σφράγισης με εγγλυφή ή της επίθεσης άλλου είδους συγκεκριμένου σήματος [1]
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ eur-lex.europa.eu ανεύρεση:2018.08.09.