γλυφός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλυφός | η | γλυφή | το | γλυφό |
γενική | του | γλυφού | της | γλυφής | του | γλυφού |
αιτιατική | τον | γλυφό | τη | γλυφή | το | γλυφό |
κλητική | γλυφέ | γλυφή | γλυφό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλυφοί | οι | γλυφές | τα | γλυφά |
γενική | των | γλυφών | των | γλυφών | των | γλυφών |
αιτιατική | τους | γλυφούς | τις | γλυφές | τα | γλυφά |
κλητική | γλυφοί | γλυφές | γλυφά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλυφός < μεσαιωνική ελληνική γλυφός / βλυχός / γλυχός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαγλυφός, -ή, -ό
- κάπως αλμυρός
- Στο περιγιάλι το κρυφό / κι άσπρο σαν περιστέρι / διψάσαμε το μεσημέρι· / μα το νερό γλυφό. (Γιώργος Σεφέρης, Άρνηση)