γλυφούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γλυφούτσικος < γλυφός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Επίθετο
επεξεργασία
γλυφούτσικος
- υποκοριστικό του γλυφός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλυφός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλυφούτσικος
|