γλυφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγλυφαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλυφός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυφαίνω | γλύφαινα | θα γλυφαίνω | να γλυφαίνω | γλυφαίνοντας | |
β' ενικ. | γλυφαίνεις | γλύφαινες | θα γλυφαίνεις | να γλυφαίνεις | γλύφαινε | |
γ' ενικ. | γλυφαίνει | γλύφαινε | θα γλυφαίνει | να γλυφαίνει | ||
α' πληθ. | γλυφαίνουμε | γλυφαίναμε | θα γλυφαίνουμε | να γλυφαίνουμε | ||
β' πληθ. | γλυφαίνετε | γλυφαίνατε | θα γλυφαίνετε | να γλυφαίνετε | γλυφαίνετε | |
γ' πληθ. | γλυφαίνουν(ε) | γλύφαιναν γλυφαίναν(ε) |
θα γλυφαίνουν(ε) | να γλυφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλύφανα | θα γλυφάνω | να γλυφάνω | γλυφάνει | ||
β' ενικ. | γλύφανες | θα γλυφάνεις | να γλυφάνεις | γλύφανε | ||
γ' ενικ. | γλύφανε | θα γλυφάνει | να γλυφάνει | |||
α' πληθ. | γλυφάναμε | θα γλυφάνουμε | να γλυφάνουμε | |||
β' πληθ. | γλυφάνατε | θα γλυφάνετε | να γλυφάνετε | γλυφάνετε | ||
γ' πληθ. | γλύφαναν γλυφάναν(ε) |
θα γλυφάνουν(ε) | να γλυφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυφάνει | είχα γλυφάνει | θα έχω γλυφάνει | να έχω γλυφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυφάνει | είχες γλυφάνει | θα έχεις γλυφάνει | να έχεις γλυφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυφάνει | είχε γλυφάνει | θα έχει γλυφάνει | να έχει γλυφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυφάνει | είχαμε γλυφάνει | θα έχουμε γλυφάνει | να έχουμε γλυφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυφάνει | είχατε γλυφάνει | θα έχετε γλυφάνει | να έχετε γλυφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυφάνει | είχαν γλυφάνει | θα έχουν γλυφάνει | να έχουν γλυφάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλυφαίνω
|