Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυφαίνω < γλυφός + -αίνω

γλυφαίνω

  1. γίνομαι ή είμαι γλυφός
  2. κάνω κάτι άλλο γλυφό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία