υφάλμυρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υφάλμυρος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ὑφάλμυρος < ὑπό + αρχαία ελληνική ἁλμυρός. Συγχρονικά αναλύεται σε υφ- + αλμυρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈfal.mi.ɾɔs/
- συλλαβισμός : υ‐φάλ‐μυ‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υφάλμυρος
- λίγο αλμυρός