Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλυμίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλυμίζω
<
γλύμμα
(από το
θέμα
γλυμ-) +
-ίζω
Ρήμα
επεξεργασία
γλυμίζω
λαξεύω
, αφαιρώ με ειδικά εργαλεία τμήματα από έναν όγκο σκληρού υλικού, ξύλου ή πέτρας, για να δημιουργήσω ένα
γλυπτό
θρυμματίζω
,
τρίβω
, περικόπτω
Συγγενικά
επεξεργασία
γίγλυμος
γλύμμα
γλύπτης
γλύφω