γλυπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυπτικός < (ελληνιστική κοινή) γλυπτικός < γλύπτης < αρχαία ελληνική γλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)
Επίθετο
επεξεργασίαγλυπτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον γλύπτη ή τη γλυπτική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- το θηλυκό ως ουσ: Η γλυπτική → δείτε τη λέξη .
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλυπτικός