γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sculptural sculpturaux
θηλυκό sculpturale sculpturales

  Επίθετο

επεξεργασία

sculptural (fr)

  1. σχετικός με τη γλυπτική
  2. που αξίζει να απεικονιστεί με ένα γλυπτό