sculptural
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sculptural | sculpturaux |
θηλυκό | sculpturale | sculpturales |
Επίθετο
επεξεργασίαsculptural (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sculptural | sculpturaux |
θηλυκό | sculpturale | sculpturales |
sculptural (fr)