Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερωτισμός οι ερωτισμοί
      γενική του ερωτισμού των ερωτισμών
    αιτιατική τον ερωτισμό τους ερωτισμούς
     κλητική ερωτισμέ ερωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερωτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική érotisme < érotique < αρχαία ελληνική ἐρωτικός < ἔρως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερωτισμός αρσενικό

  1. στοιχεία που δείχνουν ή δημιουργούν ερωτική διάθεση
  2. στάση ή συμπεριφορές που σχετίζονται με τη σεξουαλική επιθυμία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία