ερωτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερωτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική érotisme < érotique < αρχαία ελληνική ἐρωτικός < ἔρως
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερωτισμός αρσενικό
- στοιχεία που δείχνουν ή δημιουργούν ερωτική διάθεση
- στάση ή συμπεριφορές που σχετίζονται με τη σεξουαλική επιθυμία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έρωτας