Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νταλκάς οι νταλκάδες
      γενική του νταλκά των νταλκάδων
    αιτιατική τον νταλκά τους νταλκάδες
     κλητική νταλκά νταλκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νταλκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dalga (με [d]>[k]) + [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νταλκάς και νταλγκάς αρσενικό

  1. δυνατή επιθυμία, πόθος συχνά ανεκλπήρωτος, καημός
  2. διακαής έρωτας

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις

τι νταλγκά βαράς;

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία