νταλγκάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νταλγκάς < → δείτε τη λέξη νταλκάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
νταλγκάς αρσενικό
- άλλη μορφή του νταλκάς: έντονη επιθυμία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νταλγκάς
|
νταλγκάς αρσενικό
|