Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

passion (en)

  1. το πάθος, το δυνατό συναίσθημα, ο νταλκάς
  2. το πάθος, ο ενθουσιασμός, η αποφασιστικότητα
  3. το αντικείμενο του πάθους
  4. τα Πάθη του Χριστού
  5. ένα είδος μουσικής σύνθεσης



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

passion < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
passion passions

passion (fr) θηλυκό

  1. το πάθος
  2. η έντονη επιθυμία