Ουσιαστικό

επεξεργασία

passion (en)

  1. το πάθος, το δυνατό συναίσθημα, ο νταλκάς
  2. το πάθος, ο ενθουσιασμός, η αποφασιστικότητα
  3. το αντικείμενο του πάθους
  4. τα Πάθη του Χριστού
  5. ένα είδος μουσικής σύνθεσης



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
passion passions

passion (fr) θηλυκό

  1. το πάθος
  2. η έντονη επιθυμία