↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτιάρικος η ερωτιάρικη το ερωτιάρικο
      γενική του ερωτιάρικου της ερωτιάρικης του ερωτιάρικου
    αιτιατική τον ερωτιάρικο την ερωτιάρικη το ερωτιάρικο
     κλητική ερωτιάρικε ερωτιάρικη ερωτιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτιάρικοι οι ερωτιάρικες τα ερωτιάρικα
      γενική των ερωτιάρικων των ερωτιάρικων των ερωτιάρικων
    αιτιατική τους ερωτιάρικους τις ερωτιάρικες τα ερωτιάρικα
     κλητική ερωτιάρικοι ερωτιάρικες ερωτιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερωτιάρικος < ερωτιάρης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

ερωτιάρικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία