ερωτιάρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερωτιάρικα < ερωτιάρικος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαερωτιάρικα
- με ερωτιάρικο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερωτιάρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαερωτιάρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερωτιάρικο