σιρόπιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιρόπιασμα < σιροπιάζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιρόπιασμα ουδέτερο
- το να περιχύνω κάτι με σιρόπι
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ερωτοτροπία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σιρόπι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιρόπιασμα
|