siropo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | siropo | siropoj |
αιτιατική | siropon | siropojn |
siropo (eo)
- το σιρόπι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | siropo | siropoj |
αιτιατική | siropon | siropojn |
siropo (eo)